- ελαιουργείον
- το завод по производству оливкового масла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
TRAPETUM — apud Papinium, l. 2. Sylv. 7. v. 29. Quae Tritonide fertiles Athenas Unctis, Baetica, provocas trapetis: Sidonio trapes, Panegyr. oleique liquores Isse per attonitas bacca pendente trapetas: in Gloss. ἐλαιῶν μύλσος, ἐλαιουργεῖον; mola olearia… … Hofmann J. Lexicon universale
ελαιουργείο — το (Μ ἐλαιουργεῑον) 1. εργοστάσιο βιομηχανικής επεξεργασίας ελαιούχων πρώτων υλών και παρασκευής λαδιού ανάλογα με το είδος τής πρώτης ύλης ονομάζεται πυρηνελαιουργείο, σπορελαιουργείο κ.λπ. 2. ελαιοτριβείο … Dictionary of Greek
συγχυτρώ — όω, Α (κυρίως το παθ.) συγχυτροῡμαι, όομαι καταστρέφομαι, καταρρέω («τὸ ἐλαιουργεῑον συνεχυτρώθη», πάπ.) … Dictionary of Greek